- φαγοκυτταρισμός
- ο биол фагоцитоз
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
φαγοκυτταρισμός — ο, Ν φαγοκυττάρωση. [ΕΤΥΜΟΛ. < φαγοκύτταρο + κατάλ. ισμός*] … Dictionary of Greek